Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη γυρισμένη, δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει...
  • Ταξίδι

    Ταξίδι

    Μία βόλτα σε κόσμους φαντασίας.

  • Μάθηση

    Μάθηση

    Ο πιο διασκεδαστικός τρόπος μάθησης.

  • Δίδαγμα

    Δίδαγμα

    Με διδάγματα τόσο από το περιέχομενο όσο και από την διαδικασία.

  • Φαντασία

    Φαντασία

    Στην πλάτη τ' αστεριού καβάλα.

  • Παιχνίδι

    Παιχνίδι

    Το πιο δημιουργικό παιχνίδι.

  • Παραμύθι

    Παραμύθι

    Γιατί όλα αυτά είναι το παραμύθι.

Ηπειρώτικα κάλαντα

1 σχόλια

Ελάτε εδώ γειτόνισσες
Και εσείς γειτονοπούλες,
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
Ελάτε όλες σας εδώ.(δις)

Να πάμε να γυρίσουμε
Και βάγια να σκορπίσουμε .
Να βρούμε και την Παναγιά
οπού μας φέρνει τη χαρά.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.(δις)

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα,
γεννιέται μες στα λούλουδα.
Γεννιέται μες στα λούλουδα ,
κοιμάται στα τριαντάφυλλα.

Τα σπάργανα για το Χριστό,
ελάτε όλες σας εδώ.
Τα σπάργανα να φτιάξουμε
και το Χριστό ν΄ αλλάξουμε.


Συνέχεια

Κάλαντα Χριστουγέννων

0 σχόλια

Καλήν ημέραν άρχοντες 
αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω, στ' αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται
χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.

Μες στο σχολείο μας αυτό
πέτρες να μη ραγίσουν
κι οι δάσκαλοι κι οι μαθητές
χρόνια πολλά να ζήσουν.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι
το δόξα εν υψίστοις
και τούτο άξιον εστί
η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται
τρεις μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί
χωρίς να λείψει ώρα.

Έφτασαν εις Ιερουσαλήμ
 
με πόθον ερωτώσι
που εγεννήθει ο Χριστός
να παν' να τον ευρώσι.

Δια Χριστόν ως ήκουσεν
ο βασιλεύς Ηρώδης
αμέσως εταράχθηκε
κι έγινε θηριώδης. 

Ότι πολλά φοβήθηκε 
δια την, δια την βασιλείαν 
μην του την πάρει ο Χριστός 
και χα- και χάσει την αξίαν.




Συνέχεια

Τα Τρία Γουρουνάκια

0 σχόλια
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν, τους είπε η μαμά τους μια μέρα:
- Τώρα που μεγαλώσετε αγαπημένα μου παιδάκια, πρέπει να ζήσετε τη ζωή σας χωρίς εμένα! Θα πάρετε τα πραγματάκια σας και θα πάτε να φτιάξετε το καθένα το δικό του σπιτάκι για να ζήσει. Προσοχή όμως, να φτιάξετε το σπιτάκι σας με γερά υλικά για να αντέχει!
Αφού τα τρία γουρουνάκια αποχαιρέτισαν τη μανούλα τους, τράβηξε το καθένα το δρόμο του.
Το πρώτο γουρουνάκι συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε άχυρα. Σκέφτηκε λοιπόν: Γιατί να κάθομαι να δουλεύω σαν το σκυλί και να κουραστώ, ας φτιάξω ένα σπίτι με άχυρα, εύκολα και γρήγορα! Κι έτσι αγόρασε τα άχυρα κι
έφτιαξε ένα αχυρένιο σπίτι.

Το δεύτερο γουρουνάκι βρήκε έναν ξυλοκόπο που πουλούσε τα ξύλα που είχε κόψει από το δάσος. Σκέφτηκε λοιπόν: Γιατί δεν φτιάχνω ένα ξύλινο σπίτι; Και γερό να είναι και δεν θα κουραστώ πολύ να το χτίσω! Αγόρασε όλα τα ξύλα του ξύλα του ξυλοκόπου και έφτιαξε ένα ξύλινο σπίτι.
Το τρίτο γουρουνάκι, όμως, το πιο εργατικό και γνωστικό απ’ όλα, σκέφτηκε: Θα φτιάξω ένα σπίτι τόσο γερό που δεν θα μπορεί να το γκρεμίσει τίποτα! Θα το χτίσω με τούβλα και τσιμέντο! Έτσι λοιπόν, πήγε στο χωριό, αγόρασε τούβλα και τσιμέντο και μετά από σκληρή δουλειά, έφτιαξε ένα υπέροχο τούβλινο σπιτάκι.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, ώσπου ένας κακός και πεινασμένος μαύρος λύκος έφτασε στην περιοχή, ψάχνοντας να φάει. Η μεγάλη του γλώσσα κρεμόταν από το στόμα του και έσταζε σάλια! Τα κοφτερά του δόντια γυάλιζαν στον ήλιο! Δεν άργησε πολύ να μυριστεί το γουρουνάκι με το αχυρένιο σπίτι. Έφτασε λοιπόν έξω από την πόρτα και χτύπησε.

Τοκ τοκ τοκ!
- Ποιος είναι; Είπε το γουρουνάκι από μέσα.
- Ο λύκος είμαι και ήρθα για να σε φάω! Άνοιξε!
- Δεν θα σου ανοίξω! Είπε το γουρουνάκι κατατρομαγμένο.
- Αν δεν μου ανοίξεις με το καλό, θα φυσήξω και σου γκρεμίσω το σπίτι! Είπε ο λύκος άγρια και ανυπόμονα.
- Δεν πρόκειται να σου ανοίξω, το σπιτάκι μου θα αντέξει!
Ο λύκος, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του την δύναμη! Φφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και τα άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση.
Το γουρουνάκι φοβισμένο ξέφυγε και ζήτησε καταφύγιο στο δεύτερο αδελφάκι του με το ξύλινο σπίτι.
Ο κακός ο λύκος, δεν άργησε να πιάσει την μυρωδιά του και το ακολούθησε στο ξύλινο σπίτι.
Τοκ τοκ τοκ!
-Ποιος είναι; Είπαν τα δύο γουρουνάκια που είχαν πιαστεί αγκαλίτσα φοβισμένα.
- Ο λύκος είμαι και ήρθα για να σας φάω! Ανοίξτε!
- Δεν σου ανοίγουμε!
- Αν δεν μου ανοίξετε με το καλό, θα φυσήξω και σας γκρεμίσω το σπίτι! Είπε ο λύκος σίγουρος.
- Δεν πρόκειται να σου ανοίξουμε! Είπε το δεύτερο γουρουνάκι σίγουρο για το ξύλινο σπιτάκι του.
Ο λύκος, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του την δύναμη!
 Φφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και το σπιτάκι ταρακουνήθηκε αλλά δεν έπεσε. Ο λύκος τότε πήρε δεύτερη ανάσα, αυτή την φορά ακόμη πιο βαθιά.
Φφφφφφφφφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και τα ξύλα σκορπίστηκαν στον αέρα.
Τότε τα δύο γουρουνάκια φοβισμένα ξέφυγαν και ζήτησαν καταφύγιο στο τρίτο αδελφάκι τους με το τούβλινο σπίτι.
Ο κακός ο λύκος, δεν άργησε να πιάσει την μυρωδιά τους και τα ακολούθησε στο τούβλινο σπίτι.
Τοκ τοκ τοκ!
- Ποιος είναι; Είπαν τα τρία γουρουνάκια από μέσα.
- Ο λύκος είμαι και ήρθα για να σας φάω! Ανοίξτε!
- Δεν σου ανοίγουμε!
- Αν δεν μου ανοίξετε με το καλό, θα φυσήξω και σας γκρεμίσω το σπίτι! Είπε ο λύκος εντελώς σίγουρος πια πως τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στο φύσημά του.
- Δεν πρόκειται να σου ανοίξουμε! Είπε το τρίτο γουρουνάκι.
Ο λύκος, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του την δύναμη!
 Φφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και το σπιτάκι ούτε που ταρακουνήθηκε, αφού ήταν χτισμένο γερά. Ο λύκος τότε πήρε δεύτερη ανάσα, αυτή την φορά ακόμη πιο βαθιά.
Φφφφφφφφφφφφφφφφφφ! Φύσηξε αλλά πάλι το σπίτι ούτε που κουνήθηκε! Ο λύκος τότε πήρε δεύτερη ανάσα, φύσηξε αλλά τίποτα! Φύσηξε τόσες πολλές φορές, μέχρι που κουράστηκε και τον πόνεσε το κεφάλι του. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Σκέφτηκε λοιπόν: Θα σκαρφαλώσω στην καμινάδα, θα μπω από το τζάκι και θα τα φάω και τα τρία με μια χαψιά!
Το τρίτο γουρουνάκι όμως που όπως είπαμε και πιο πάνω ήταν το πιο γνωστικό, άναψε το τζάκι και έβαλε στη φωτιά ένα μεγάλο καζάνι με νερό! Και τώρα το νερό είχε αρχίσει να κοχλάζει!
Ο λύκος σκαρφάλωσε που λέτε στην σκεπή και μπήκε στην καμινάδα, με τα σάλια να του τρέχουν. Καθώς γλίστρησε από την καμινάδα, έπεσε αμέσως στο καυτό νερό!
Αααααααααααααααααααααααααα! Ούρλιαξε από τον πόνο ο κακός λύκος!
Πόνεσε τόσο πολύ, που άρχισε να τρέχει!

Έφτασε τόσο μακριά και απ’ όσο γνωρίζουμε τρέχει ακόμα! Δεν ξαναενόχλησε λοιπόν τα τρία γουρουνάκια. Το πρώτο και το δεύτερο γουρουνάκι όμως πήραν το μάθημά τους για την τεμπελιά τους και έχτισαν και αυτά σαν το αδελφάκι τους τούβλινα σπιτάκια όπου ζουν μέχρι σήμερα αγαπημένα!


Συνέχεια

Η Κοκκινοσκουφίτσα (των αδελφών Grimm)

0 σχόλια
Κάποτε σε ένα μικρό χωριουδάκι ζούσε με την μαμά του και τον μπαμπά του ένα μικρό, γλυκό κοριτσάκι που μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους όμως το αγαπούσε η γιαγιά του και γι' αυτό συνέχεια έκανε δωράκια στην μικρή της εγγονή. Μια μέρα της χάρισε έναν όμορφο ζεστό κόκκινο σκούφο. Ο σκούφος άρεσε πάρα πολύ στο κοριτσάκι και δεν άργησε να γίνει ο αγαπημένος της. Να φανταστείτε ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι της χωρίς να τον φορέσει. Έτσι λοιπόν όλοι όσοι την ήξεραν την αποκαλούσαν «κοκκινοσκουφίτσα».

Μια μέρα η μητέρα της λέει: 
Κοκκινοσκουφίτσα μου, πάρε αυτό το καλαθάκι με φαγητό που ετοίμασα και πήγαινέ το στην γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Φρόντισε να είσαι φρόνιμη και να μην πάρεις τον δρόμο που περνάει μέσα από το δάσος γιατί είναι πολύ επικίνδυνα. Επίσης να μη ξεχάσεις να της δώσεις πολλά χαιρετίσματα! 
- Μάλιστα μανούλα, μείνε ήσυχη! Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και φόρεσε τον αγαπημένο της κόκκινο σκούφο καθώς έβγαινε από το σπίτι.



Η γιαγιά ζούσε σε ένα σπιτάκι στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Έτσι η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε γεμάτη χαρά όταν καθώς περπατούσε παρατήρησε πως στην άκρη του δρόμου φύτρωναν όμορφα λουλουδάκια. 
Τι ωραία που θα ήταν να έκοβα λίγα λουλουδάκια για την γιαγιούλα μου... Σκέφτηκε και ξεκίνησε αμέσως να φτιάχνει ένα ωραίο μπουκέτο. 
Κάποια στιγμή όμως έφτασε σε ένα σημείο που ο δρόμος χωριζόταν. Από τη μία μεριά ήταν ο δρόμος που περνούσε μέσα από το δάσος και από την άλλη ο δρόμος που περνούσε έξω από αυτό. Η Κοκκινοσκουφίτσα παρατήρησε τότε πως τα λουλούδια γινόταν όμορφα και μεγάλα μέσα στο δάσος. Είδε τεράστιες βουκαμβίλιες και φανταχτερά κυκλάμινα να φυτρώνουν κάτω από τα πανύψηλα δέντρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ακολούθησε τον δρόμο που περνάει μέσα από το δάσος, μαζεύοντας τα φανταχτερά λουλούδια. Το μόνο που σκεφτόταν ν πόσο θα χαρεί η γιαγιά της όταν δει το θεσπέσιο μπουκέτο που της έφτιαχνε.

Εκείνο τον καιρό όμως, στο μεγάλο δάσος, παραφυλούσε ένας μεγάλος και κακός λύκος, κατάμαυρος με μεγάλα κοφτερά δόντια! Πεινασμένος όπως ήταν δεν άργησε να μυρίσει την μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, που είχε παρακούσει την μαμά της και είχε πάρει τον δρόμο που περνούσε μέσα από το δάσος. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως, μικρούλα όπως ήταν, δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.

- Γεια σου κοριτσάκι. Είπε ο λύκος πονηρά.

- Γεια σου Λύκε. Απάντησε χαρωπά η Κοκκινοσκουφίτσα.

- Πως σε λένε μικρούλα; Την ρώτησε ο κακός λύκος.
- Κοκκινοσκουφίτσα!
- Και για πού το έβαλες Κοκκινοσκουφίτσα;

- Πηγαίνω στη γιαγιά μου που είναι άρρωστη.

- Και τι κουβαλάς στο καλαθάκι σου;

- Ζεστό φαγάκι που έφτιαξε η μαμά μου για να φάει και να δυναμώσει.

- Και που μένει η γιαγιά σου;

- Μέσα στο δάσος, γύρω στο ένα τέταρτο απόσταση από εδώ που βρισκόμαστε. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.


Ο Λύκος σκέφτηκε ότι η Κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές, αλλά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να φάει και την γιαγιά της μαζί και έτσι να ικανοποιήσει την μεγάλη πείνα του. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της Κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε της είπε: 
- Κοκκινοσκουφίτσα, είδα ότι μαζεύεις λουλούδια.
- Ναι φτιάχνω μια ανθοδέσμη για να την δώσω στην γιαγιά μου!
- Ξέρω ένα μέρος εδώ πιο κάτω, λίγο πιο μέσα στο δάσος που έχει τα ομορφότερα λουλούδια που έχεις δει ποτέ σου!

Η Κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε πως θα έχει αργήσει, όταν σήκωσε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Ακόμη νωρίς είναι, σκέφτηκε, έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά. Έτσι πήγε τραγουδώντας στο μέρος που της είπε ο Λύκος και άρχισε να διαλέγει από τα όμορφα λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλουδάκι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και κάπως έτσι ξεχάστηκε.

Ο Λύκος όμως, προχώρησε χωρίς να καθυστερήσει απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.
- Ποιος είναι; Ρώτησε η γιαγιά
- Η Κοκκινοσκουφίτσα! Απάντησε ο Λύκος με αλλαγμένη φωνή. 
- Σου φέρνω φαγάκι! Άνοιξε μου! 
- Άνοιξε την πόρτα καλή μου δεν έχω κλειδώσει. Απάντησε η γιαγιά. 
- Είμαι πολύ αδύναμη για να σηκωθώ.
Ο κακός ο Λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την κατάπιε αμέσως. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε. Έβαλε και το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς και ξάπλωσε ενώ προηγουμένως τράβηξε της κουρτίνες.

Η Κοκκινοσκουφίτσα που ήταν βαθιά μέσα στο δάσος στο μέρος που της είχε πει ο Λύκος, μάζεψε τόσα πολλά λουλούδια ώστε δεν μπορούσε να κουβαλήσει περισσότερα. Τότε θυμήθηκε την γιαγιά της και ξεκίνησε να πάει να την επισκεφτεί. Καθώς έφτασε βρήκε την πόρτα ανοιχτή πράγμα ασυνήθιστο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο αισθάνθηκε πολύ άβολα και σκέφτηκε: γιατί άραγε είμαι τόσο φοβισμένη σήμερα, αφού συνήθως έρχομαι στη γιαγιά με μεγάλη ευχαρίστηση.
Μετά από αυτό πήγε προς το κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη την γιαγιά με κατεβασμένο το καπέλο του ύπνου βαθιά μέσα στο πρόσωπο, ενώ το παρουσιαστικό της ξάφνιαζε την κοκκινοσκουφίτσα.
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα!
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα!
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;
- Για να σε πιάνω καλύτερα!
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο και τρομακτικό στόμα;
- Για να σε φάω καλύτερα!
Και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε πάνω στην Κοκκινοσκουφίτσα και την κατάπιε μονομιάς! Μετά, χορτασμένος, ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας πολύ δυνατά.

Τυχαία έξω από το σπιτάκι της γιαγιάς περνούσε ένας κυνηγός, γνωστός της γιαγιάς και ακούγοντας το δυνατό ροχαλητό ξαφνιάστηκε. Δεν είναι φυσικό γριά γυναίκα να ροχαλίζει έτσι, σκέφτηκε και μπήκε στο σπίτι για να δει αν έπαθε κάτι η γιαγιά. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πλησίασε το κρεβάτι και τι να δει! Τον λύκο που έψαχνε εδώ και καιρό ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ με την κοιλιά ως πέρα! Αμέσως άρπαξε το όπλο του, αλλά σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να έφαγε την γιαγιά και ίσως προλάβαινε ακόμη να την σώσει. Έτσι δεν πυροβόλησε αλλά πήρε το ψαλίδι και έκοψε την κοιλιά του λύκου που κοιμόταν. Μόλις άρχισε να κόβει με το ψαλίδι, είδε να λάμπει ο σκούφος της Κοκκινοσκουφίτσας και μόλις έκοψε λίγο ακόμη πετάχτηκε το κοριτσάκι μέσα από την κοιλιά του λύκου.
- Αχ πόσο φοβήθηκα, ήταν τόσο σκοτεινά εκεί μέσα! Είπε κλαίγοντας.
Αμέσως μετά βγήκε και η γιαγιά ζωντανή μέσα από την κοιλιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε γρήγορα και αθόρυβα και έφερε πέτρες, με τις οποίες γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Μόλις ξύπνησε ο λύκος δίψασε και πήγε μέχρι το ποτάμι για να πιει νερό. Ο κυνηγός, η γιαγιά και η Κοκκινοσκουφίτσα, είχαν κρυφτεί πίσω από τα φυστικόδεντρα και παρακολουθούσαν τον λύκο. Καθώς έσκυψε να πιει νερό, δεν άντεξε το βάρος από της πέτρες στην κοιλιά του και έπεσε στο ποτάμι, όπου πήγε κατευθείαν στον πάτο και πνίγηκε!

Μετά από αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο κυνηγός σκότωσε επιτέλους τον κακό λύκο που κυνηγούσε, η γιαγιά έφαγε το φαγάκι και έγινε καλύτερα, ενώ η Κοκκινοσκουφίτσα γύρισε στην αγκαλιά της μανούλας της και με δάκρυα στα μάτια της υποσχέθηκε πως δεν θα την παρακούσει ποτέ ξανά!.Η Κοκκινοσκουφίτσα


Συνέχεια