Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη γυρισμένη, δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει...

Τα Τρία Γουρουνάκια

0 σχόλια
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν, τους είπε η μαμά τους μια μέρα:
- Τώρα που μεγαλώσετε αγαπημένα μου παιδάκια, πρέπει να ζήσετε τη ζωή σας χωρίς εμένα! Θα πάρετε τα πραγματάκια σας και θα πάτε να φτιάξετε το καθένα το δικό του σπιτάκι για να ζήσει. Προσοχή όμως, να φτιάξετε το σπιτάκι σας με γερά υλικά για να αντέχει!
Αφού τα τρία γουρουνάκια αποχαιρέτισαν τη μανούλα τους, τράβηξε το καθένα το δρόμο του.
Το πρώτο γουρουνάκι συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε άχυρα. Σκέφτηκε λοιπόν: Γιατί να κάθομαι να δουλεύω σαν το σκυλί και να κουραστώ, ας φτιάξω ένα σπίτι με άχυρα, εύκολα και γρήγορα! Κι έτσι αγόρασε τα άχυρα κι
έφτιαξε ένα αχυρένιο σπίτι.

Το δεύτερο γουρουνάκι βρήκε έναν ξυλοκόπο που πουλούσε τα ξύλα που είχε κόψει από το δάσος. Σκέφτηκε λοιπόν: Γιατί δεν φτιάχνω ένα ξύλινο σπίτι; Και γερό να είναι και δεν θα κουραστώ πολύ να το χτίσω! Αγόρασε όλα τα ξύλα του ξύλα του ξυλοκόπου και έφτιαξε ένα ξύλινο σπίτι.
Το τρίτο γουρουνάκι, όμως, το πιο εργατικό και γνωστικό απ’ όλα, σκέφτηκε: Θα φτιάξω ένα σπίτι τόσο γερό που δεν θα μπορεί να το γκρεμίσει τίποτα! Θα το χτίσω με τούβλα και τσιμέντο! Έτσι λοιπόν, πήγε στο χωριό, αγόρασε τούβλα και τσιμέντο και μετά από σκληρή δουλειά, έφτιαξε ένα υπέροχο τούβλινο σπιτάκι.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, ώσπου ένας κακός και πεινασμένος μαύρος λύκος έφτασε στην περιοχή, ψάχνοντας να φάει. Η μεγάλη του γλώσσα κρεμόταν από το στόμα του και έσταζε σάλια! Τα κοφτερά του δόντια γυάλιζαν στον ήλιο! Δεν άργησε πολύ να μυριστεί το γουρουνάκι με το αχυρένιο σπίτι. Έφτασε λοιπόν έξω από την πόρτα και χτύπησε.

Τοκ τοκ τοκ!
- Ποιος είναι; Είπε το γουρουνάκι από μέσα.
- Ο λύκος είμαι και ήρθα για να σε φάω! Άνοιξε!
- Δεν θα σου ανοίξω! Είπε το γουρουνάκι κατατρομαγμένο.
- Αν δεν μου ανοίξεις με το καλό, θα φυσήξω και σου γκρεμίσω το σπίτι! Είπε ο λύκος άγρια και ανυπόμονα.
- Δεν πρόκειται να σου ανοίξω, το σπιτάκι μου θα αντέξει!
Ο λύκος, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του την δύναμη! Φφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και τα άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση.
Το γουρουνάκι φοβισμένο ξέφυγε και ζήτησε καταφύγιο στο δεύτερο αδελφάκι του με το ξύλινο σπίτι.
Ο κακός ο λύκος, δεν άργησε να πιάσει την μυρωδιά του και το ακολούθησε στο ξύλινο σπίτι.
Τοκ τοκ τοκ!
-Ποιος είναι; Είπαν τα δύο γουρουνάκια που είχαν πιαστεί αγκαλίτσα φοβισμένα.
- Ο λύκος είμαι και ήρθα για να σας φάω! Ανοίξτε!
- Δεν σου ανοίγουμε!
- Αν δεν μου ανοίξετε με το καλό, θα φυσήξω και σας γκρεμίσω το σπίτι! Είπε ο λύκος σίγουρος.
- Δεν πρόκειται να σου ανοίξουμε! Είπε το δεύτερο γουρουνάκι σίγουρο για το ξύλινο σπιτάκι του.
Ο λύκος, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του την δύναμη!
 Φφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και το σπιτάκι ταρακουνήθηκε αλλά δεν έπεσε. Ο λύκος τότε πήρε δεύτερη ανάσα, αυτή την φορά ακόμη πιο βαθιά.
Φφφφφφφφφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και τα ξύλα σκορπίστηκαν στον αέρα.
Τότε τα δύο γουρουνάκια φοβισμένα ξέφυγαν και ζήτησαν καταφύγιο στο τρίτο αδελφάκι τους με το τούβλινο σπίτι.
Ο κακός ο λύκος, δεν άργησε να πιάσει την μυρωδιά τους και τα ακολούθησε στο τούβλινο σπίτι.
Τοκ τοκ τοκ!
- Ποιος είναι; Είπαν τα τρία γουρουνάκια από μέσα.
- Ο λύκος είμαι και ήρθα για να σας φάω! Ανοίξτε!
- Δεν σου ανοίγουμε!
- Αν δεν μου ανοίξετε με το καλό, θα φυσήξω και σας γκρεμίσω το σπίτι! Είπε ο λύκος εντελώς σίγουρος πια πως τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στο φύσημά του.
- Δεν πρόκειται να σου ανοίξουμε! Είπε το τρίτο γουρουνάκι.
Ο λύκος, πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και φύσηξε με όλη του την δύναμη!
 Φφφφφφφφφφφ! Φύσηξε και το σπιτάκι ούτε που ταρακουνήθηκε, αφού ήταν χτισμένο γερά. Ο λύκος τότε πήρε δεύτερη ανάσα, αυτή την φορά ακόμη πιο βαθιά.
Φφφφφφφφφφφφφφφφφφ! Φύσηξε αλλά πάλι το σπίτι ούτε που κουνήθηκε! Ο λύκος τότε πήρε δεύτερη ανάσα, φύσηξε αλλά τίποτα! Φύσηξε τόσες πολλές φορές, μέχρι που κουράστηκε και τον πόνεσε το κεφάλι του. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Σκέφτηκε λοιπόν: Θα σκαρφαλώσω στην καμινάδα, θα μπω από το τζάκι και θα τα φάω και τα τρία με μια χαψιά!
Το τρίτο γουρουνάκι όμως που όπως είπαμε και πιο πάνω ήταν το πιο γνωστικό, άναψε το τζάκι και έβαλε στη φωτιά ένα μεγάλο καζάνι με νερό! Και τώρα το νερό είχε αρχίσει να κοχλάζει!
Ο λύκος σκαρφάλωσε που λέτε στην σκεπή και μπήκε στην καμινάδα, με τα σάλια να του τρέχουν. Καθώς γλίστρησε από την καμινάδα, έπεσε αμέσως στο καυτό νερό!
Αααααααααααααααααααααααααα! Ούρλιαξε από τον πόνο ο κακός λύκος!
Πόνεσε τόσο πολύ, που άρχισε να τρέχει!

Έφτασε τόσο μακριά και απ’ όσο γνωρίζουμε τρέχει ακόμα! Δεν ξαναενόχλησε λοιπόν τα τρία γουρουνάκια. Το πρώτο και το δεύτερο γουρουνάκι όμως πήραν το μάθημά τους για την τεμπελιά τους και έχτισαν και αυτά σαν το αδελφάκι τους τούβλινα σπιτάκια όπου ζουν μέχρι σήμερα αγαπημένα!


Δημοσίευση σχολίου