Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη γυρισμένη, δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει...

Η Κοκκινοσκουφίτσα (των αδελφών Grimm)

0 σχόλια
Κάποτε σε ένα μικρό χωριουδάκι ζούσε με την μαμά του και τον μπαμπά του ένα μικρό, γλυκό κοριτσάκι που μόνο που το έβλεπες, έφτανε για να το αγαπήσεις. Περισσότερο από όλους όμως το αγαπούσε η γιαγιά του και γι' αυτό συνέχεια έκανε δωράκια στην μικρή της εγγονή. Μια μέρα της χάρισε έναν όμορφο ζεστό κόκκινο σκούφο. Ο σκούφος άρεσε πάρα πολύ στο κοριτσάκι και δεν άργησε να γίνει ο αγαπημένος της. Να φανταστείτε ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι της χωρίς να τον φορέσει. Έτσι λοιπόν όλοι όσοι την ήξεραν την αποκαλούσαν «κοκκινοσκουφίτσα».

Μια μέρα η μητέρα της λέει: 
Κοκκινοσκουφίτσα μου, πάρε αυτό το καλαθάκι με φαγητό που ετοίμασα και πήγαινέ το στην γιαγιά σου για να δυναμώσει που είναι άρρωστη και αδύναμη. Φρόντισε να είσαι φρόνιμη και να μην πάρεις τον δρόμο που περνάει μέσα από το δάσος γιατί είναι πολύ επικίνδυνα. Επίσης να μη ξεχάσεις να της δώσεις πολλά χαιρετίσματα! 
- Μάλιστα μανούλα, μείνε ήσυχη! Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα και φόρεσε τον αγαπημένο της κόκκινο σκούφο καθώς έβγαινε από το σπίτι.



Η γιαγιά ζούσε σε ένα σπιτάκι στο δάσος μισή ώρα μακριά από το χωριό. Έτσι η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε γεμάτη χαρά όταν καθώς περπατούσε παρατήρησε πως στην άκρη του δρόμου φύτρωναν όμορφα λουλουδάκια. 
Τι ωραία που θα ήταν να έκοβα λίγα λουλουδάκια για την γιαγιούλα μου... Σκέφτηκε και ξεκίνησε αμέσως να φτιάχνει ένα ωραίο μπουκέτο. 
Κάποια στιγμή όμως έφτασε σε ένα σημείο που ο δρόμος χωριζόταν. Από τη μία μεριά ήταν ο δρόμος που περνούσε μέσα από το δάσος και από την άλλη ο δρόμος που περνούσε έξω από αυτό. Η Κοκκινοσκουφίτσα παρατήρησε τότε πως τα λουλούδια γινόταν όμορφα και μεγάλα μέσα στο δάσος. Είδε τεράστιες βουκαμβίλιες και φανταχτερά κυκλάμινα να φυτρώνουν κάτω από τα πανύψηλα δέντρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ακολούθησε τον δρόμο που περνάει μέσα από το δάσος, μαζεύοντας τα φανταχτερά λουλούδια. Το μόνο που σκεφτόταν ν πόσο θα χαρεί η γιαγιά της όταν δει το θεσπέσιο μπουκέτο που της έφτιαχνε.

Εκείνο τον καιρό όμως, στο μεγάλο δάσος, παραφυλούσε ένας μεγάλος και κακός λύκος, κατάμαυρος με μεγάλα κοφτερά δόντια! Πεινασμένος όπως ήταν δεν άργησε να μυρίσει την μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, που είχε παρακούσει την μαμά της και είχε πάρει τον δρόμο που περνούσε μέσα από το δάσος. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως, μικρούλα όπως ήταν, δεν ήξερε ότι ο λύκος είναι κακό ζώο και έτσι δεν τον φοβήθηκε.

- Γεια σου κοριτσάκι. Είπε ο λύκος πονηρά.

- Γεια σου Λύκε. Απάντησε χαρωπά η Κοκκινοσκουφίτσα.

- Πως σε λένε μικρούλα; Την ρώτησε ο κακός λύκος.
- Κοκκινοσκουφίτσα!
- Και για πού το έβαλες Κοκκινοσκουφίτσα;

- Πηγαίνω στη γιαγιά μου που είναι άρρωστη.

- Και τι κουβαλάς στο καλαθάκι σου;

- Ζεστό φαγάκι που έφτιαξε η μαμά μου για να φάει και να δυναμώσει.

- Και που μένει η γιαγιά σου;

- Μέσα στο δάσος, γύρω στο ένα τέταρτο απόσταση από εδώ που βρισκόμαστε. Το σπίτι της είναι κάτω από τρεις βελανιδιές μέσα στα φυστικόδεντρα. Θα πρέπει να το ξέρεις.


Ο Λύκος σκέφτηκε ότι η Κοκκινοσκουφίτσα θα ήταν ένας καταπληκτικός μεζές, αλλά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να φάει και την γιαγιά της μαζί και έτσι να ικανοποιήσει την μεγάλη πείνα του. Για λίγο ακόμη περπάτησε στο πλάι της Κοκκινοσκουφίτσας και μετά άρχισε της είπε: 
- Κοκκινοσκουφίτσα, είδα ότι μαζεύεις λουλούδια.
- Ναι φτιάχνω μια ανθοδέσμη για να την δώσω στην γιαγιά μου!
- Ξέρω ένα μέρος εδώ πιο κάτω, λίγο πιο μέσα στο δάσος που έχει τα ομορφότερα λουλούδια που έχεις δει ποτέ σου!

Η Κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε πως θα έχει αργήσει, όταν σήκωσε τα μάτια της και είδε τις αχτίδες του ήλιου να περνάνε ανάμεσα στα δέντρα. Ακόμη νωρίς είναι, σκέφτηκε, έχω αρκετή ώρα για να φτάσω έγκαιρα στη γιαγιά. Έτσι πήγε τραγουδώντας στο μέρος που της είπε ο Λύκος και άρχισε να διαλέγει από τα όμορφα λουλούδια. Μόλις μάζευε ένα λουλουδάκι αμέσως έβρισκε ένα άλλο ομορφότερο και κάπως έτσι ξεχάστηκε.

Ο Λύκος όμως, προχώρησε χωρίς να καθυστερήσει απευθείας στο σπίτι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.
- Ποιος είναι; Ρώτησε η γιαγιά
- Η Κοκκινοσκουφίτσα! Απάντησε ο Λύκος με αλλαγμένη φωνή. 
- Σου φέρνω φαγάκι! Άνοιξε μου! 
- Άνοιξε την πόρτα καλή μου δεν έχω κλειδώσει. Απάντησε η γιαγιά. 
- Είμαι πολύ αδύναμη για να σηκωθώ.
Ο κακός ο Λύκος άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα χωρίς να πει κουβέντα. Κατευθύνθηκε στο κρεβάτι της γιαγιάς και την κατάπιε αμέσως. Μετά πήρε τα ρούχα της και τα φόρεσε. Έβαλε και το καπέλο του ύπνου της γιαγιάς και ξάπλωσε ενώ προηγουμένως τράβηξε της κουρτίνες.

Η Κοκκινοσκουφίτσα που ήταν βαθιά μέσα στο δάσος στο μέρος που της είχε πει ο Λύκος, μάζεψε τόσα πολλά λουλούδια ώστε δεν μπορούσε να κουβαλήσει περισσότερα. Τότε θυμήθηκε την γιαγιά της και ξεκίνησε να πάει να την επισκεφτεί. Καθώς έφτασε βρήκε την πόρτα ανοιχτή πράγμα ασυνήθιστο. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο αισθάνθηκε πολύ άβολα και σκέφτηκε: γιατί άραγε είμαι τόσο φοβισμένη σήμερα, αφού συνήθως έρχομαι στη γιαγιά με μεγάλη ευχαρίστηση.
Μετά από αυτό πήγε προς το κρεβάτι και άνοιξε τις κουρτίνες. Στο κρεβάτι είδε ξαπλωμένη την γιαγιά με κατεβασμένο το καπέλο του ύπνου βαθιά μέσα στο πρόσωπο, ενώ το παρουσιαστικό της ξάφνιαζε την κοκκινοσκουφίτσα.
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;
- Για να σε ακούω καλύτερα!
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα!
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;
- Για να σε πιάνω καλύτερα!
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο και τρομακτικό στόμα;
- Για να σε φάω καλύτερα!
Και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε πάνω στην Κοκκινοσκουφίτσα και την κατάπιε μονομιάς! Μετά, χορτασμένος, ξάπλωσε στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας πολύ δυνατά.

Τυχαία έξω από το σπιτάκι της γιαγιάς περνούσε ένας κυνηγός, γνωστός της γιαγιάς και ακούγοντας το δυνατό ροχαλητό ξαφνιάστηκε. Δεν είναι φυσικό γριά γυναίκα να ροχαλίζει έτσι, σκέφτηκε και μπήκε στο σπίτι για να δει αν έπαθε κάτι η γιαγιά. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, πλησίασε το κρεβάτι και τι να δει! Τον λύκο που έψαχνε εδώ και καιρό ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ με την κοιλιά ως πέρα! Αμέσως άρπαξε το όπλο του, αλλά σκέφτηκε ότι ο λύκος μπορεί να έφαγε την γιαγιά και ίσως προλάβαινε ακόμη να την σώσει. Έτσι δεν πυροβόλησε αλλά πήρε το ψαλίδι και έκοψε την κοιλιά του λύκου που κοιμόταν. Μόλις άρχισε να κόβει με το ψαλίδι, είδε να λάμπει ο σκούφος της Κοκκινοσκουφίτσας και μόλις έκοψε λίγο ακόμη πετάχτηκε το κοριτσάκι μέσα από την κοιλιά του λύκου.
- Αχ πόσο φοβήθηκα, ήταν τόσο σκοτεινά εκεί μέσα! Είπε κλαίγοντας.
Αμέσως μετά βγήκε και η γιαγιά ζωντανή μέσα από την κοιλιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε γρήγορα και αθόρυβα και έφερε πέτρες, με τις οποίες γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Μόλις ξύπνησε ο λύκος δίψασε και πήγε μέχρι το ποτάμι για να πιει νερό. Ο κυνηγός, η γιαγιά και η Κοκκινοσκουφίτσα, είχαν κρυφτεί πίσω από τα φυστικόδεντρα και παρακολουθούσαν τον λύκο. Καθώς έσκυψε να πιει νερό, δεν άντεξε το βάρος από της πέτρες στην κοιλιά του και έπεσε στο ποτάμι, όπου πήγε κατευθείαν στον πάτο και πνίγηκε!

Μετά από αυτό όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Ο κυνηγός σκότωσε επιτέλους τον κακό λύκο που κυνηγούσε, η γιαγιά έφαγε το φαγάκι και έγινε καλύτερα, ενώ η Κοκκινοσκουφίτσα γύρισε στην αγκαλιά της μανούλας της και με δάκρυα στα μάτια της υποσχέθηκε πως δεν θα την παρακούσει ποτέ ξανά!.Η Κοκκινοσκουφίτσα


Δημοσίευση σχολίου